Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αλλά έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη τούτη τη μικρή σ΄ολη τη γη τη χάλασες.

I' m one of them

I' m one of them
Η εικόνα μιλαέι από μόνη της

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Οι σχέσεις του by the way (Μέρος ΙΙ)

"Είσαι η καλύτερή μου φίλη. Το ξέρεις;" Ήταν η ερώτηση που έκανε Αυτός κάθε φορά που έβγαιναν έξω στη χώρα του νησιού και περνούσαν πιο υπέροχα από την προηγούμενη. Καλοκαίρι ήταν... είχε ζέστη, υγρασία ο ήλιος έλιωνε τα μέταλλα. Πώς παλεύουν λοιπόν την καλοκαιρινή λάβρα; Και οι δύο ήταν φίλοι της θάλασσας, απλά την αγαπούσαν. Το μπάνιο ήταν ένας τρόπος να έρθουν κοντά χωρίς να νιώθουν αμήχανα. Το έκαναν συχνά αν όχι κάθε μέρα. Πήγαιναν σε μια απόμερη παραλία του νησιού. Μόνο για τους ντόπιους, χωρίς ξένους, χωρίς τουρίστες, να μολύνουν το μοναδικό τους παράδεισο. Είναι και ένα φορητό ψυγείο μαζί τους, με κάμποσο πάγο μέσα. Δύο καφεδάκια, το δικό της με γάλα το δικό του σκέτο. Έτσι τα ξεχώριζαν κιόλας. Και φυσικά καρπούζι, άλλωστε το καλοκαίρι
το επιβάλλει. Ένα απόγευμα λοιπόν ήταν στην παραλία από το πρωί. Είχε φτάσει ήδη το απόγευμα όταν αποφάσισαν ότι ήταν ώρα να φύγουν για να ετοιμαστούν για τη βραδινή τους βόλτα. Ανοίγει Αυτός το ψυγείο και το βλέπει. "Δεν το φάγαμε το καρπούζι σήμερα!! Αν δεν ο φάμε δεν πάμε πουθενά" είπε αυτός. Κοιτάει αυτή μέσα στον μισολιωμένο πάγο και βλέπει το καλοκαιρινό κόσμημα της φύσης και κρυμμένο από κάτω ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Αναρωτήθηκε πότε το έβαλε μέσα Αυτός και εκείνη δεν το είδε πότε. "Πότε το έβαλες το κρασάκι μέσα; Δεν σε πήρα χαμπάρι. Και γιατί το έφερες μαζί; Δεν θα βγούμε το βράδυ να τα πιούμε;" Τι να της έλεγε; Πώς να της απαντούσε ότι οι ώρες που περνούσαν πάνω στην δροσερή απογευματινή άμμο δεν πληρώνονταν, δεν ανταλλάζονταν με όλα τα λεφτά του κόσμου. Οπότε δεν της είπε τίποτα. Πήγε στο αυτοκίνητο και έφερε δύο ποτήρια. Αυτή του χαμογέλασε. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, και εκείνη η νύχτα δεν είχε φεγγάρι, μόνο αστέρια, μόνο αεράκι και δροσιά, μόνο οι δυό τους, μόνο το κύμα και το κρασί. Και το καρπούζι. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο και στην τελευταία μπουκιά της φέτας που δάγκωσε Αυτή, έσταξε στο πλάι των χειλιών της και γυάλισε στο λιγοστό φως. Αμέσως την είδε Αυτός και την απομάκρυνε με το χέρι του, το πιο απαλό χάδι, το πιο πρωτόγνωρο άγγιγμα. Κοιτάχτηκαν όπως ποτέ πριν. Έλαμψαν τα μάτια τους στο φως της πιο όμορφης νύχτας και τότε έπαψαν να είναι πια μόνο φίλοι. Εκεί άλλαξαν κεφάλαιο, γύρισαν σελίδες, πολλές σελίδες! Κάποια στιγμή ρόδισε ο ουρανός, πέρασαν τόσο γρήγορα οι ώρες. Μουδιασμένοι σηκώθηκαν και μάζεψαν την προηγούμενη ζωή τους από την άμμο, μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν ο καθένας στο σπίτι του. Κουβέντα δεν αντάλλαξαν στο αμάξι, τι να έλεγαν αλώστε. Την άφησε στην πόρτα της και όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της κατέβασε το κεφάλι στο ύψος του παραθύρου, και του χαμογέλασε. Ένα απλό χαμόγελο γέμισε όλη τη σιωπή της διαδρομής.
Πέρασαν έτσι δύο ατελείωτες μέρες, μέχρι που δεν άντεξε άλλο. Της τηλεφώνησε, του είχε λείψει υπερβολικά. Μίλησαν και αποφάσισαν να βγουν να βγούνε εκείνο το απόγευμα. Έπρεπε να το συζητήσουν, να ξεκαθαρίσουν το τοπίο της ζωής τους, ήταν πολλά τα χρόνια των συναισθημάτων που είχαν επενδύσει στη φιλία τους, και η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι χρηματιστήριο. Σήμερα να ανεβαίνει και αύριο να γίνεται το κραχ, δεν τα αντέχει αυτά ο άνθρωπος. Και μίλησαν λοιπόν, αλλά και τι βγήκε από τα λόγια. Πάλι βρέθηκαν στην πόρτα του σπιτιού του. Αυτή τη φορά ήταν αλήθεια είχαν ο ένας τον άλλο όπως πριν αλλά by the way κάλυπταν και όλους τους τομείς της ζωής τους, και ήταν και οι δύο πολύ χαρούμενοι μ' αυτό. Στο τέλος και πάλι μαζί θα ήταν...
Δεν της ξαναείπε ποτέ ότι ήταν η καλύτερή του φίλη. Άλλες λέξεις έβγαιναν από την καρδία του, και έφταναν σαν μουσική στα αυτιά της. Εκείνη απ΄ τη μεριά της τα είχε όλα και δεν ήθελε να τελειώσει όλο αυτό που ζούσαν εκείνο το καλοκαίρι. Όμως ο χρόνος περνούσε και το καλοκαίρι τελείωσε μαζί με τις διακοπές. Γύρισαν πίσω στην καθημερινή, βαρετή μονότονη πραγματικότητα. Ήταν ακόμα φίλοι και πολλά άλλα εκτός από φίλοι. Το φθινόπωρο ήταν περίεργο και κράτησε πολύ. Χριστούγεννα ήταν και ακόμα να πιάσουν τα πολλά κρύα. Τότε του είπε τη μεγάλη της ιδέα.
- Θέλεις να μείνουμε μαζί;
- Για πάντα. της απαντάει.
-Δεν εννοώ αυτό... Να μείνουμε στο ίδιο σπίτι.
Και τότε έλαμψε όλος ο κόσμος μπροστά του. Δέχτηκε αμέσως και πριν το καταλάβουν ξυπνούσαν μαζί κάθε μέρα. Ζούσαν τις πιο όμορφες καλημέρες της ζωής τους.
Αυτή ήταν ή ζωή τους πια. Πήραν το ρίσκο να δοκιμάσουν κάτι και το πέτυχαν, ίσως έφταιξε εκείνο το κρασί, εκείνο το πανέμορφο βράδυ. Όμως τους βγήκε σε καλό τελικά. Έζησαν πολλά χρόνια μαζί ευτυχισμένοι γιατί πήραν τη σωστή απόφαση την κατάλληλη στιγμή, γνωρίζοντας ότι αν δεν έβγαινε σε καλό δεν θα ήταν ποτέ ξανά φίλοι. Αλήθεια κρίνεται όλη μας η ζωή από μία απόφαση; Και αν ναι πως ξέρουμε ποια θα είναι αυτή και πότε θα πρέπει να την πάρουμε. Και σχεδιάζονται οι αποφάσεις, προμελετώνται, και είναι όλη η ζωή μας ένα σχέδιο που ανάλογα με τις στρατηγικές μας ικανότητες πάει καλά ή όχι. Κανένας μας δεν το ξέρει αυτό και πάμε αποφασίζοντας κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Γιατί αν ήταν αλλιώς ποιος θα ήθελε να ζει...;